δειλίην — δειλία timidity fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλία — η (AM δειλία) [δειλός] έλλειψη θάρρους, ατολμία αρχ. φρ. «δειλίην ὀφλεῑν», «ἔνοχος δειλίας» το να κατηγορείται κάποιος για ανανδρία … Dictionary of Greek